отодрать - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отодрать - translation to γαλλικά


отодрать      
разг.
1) ( оторвать ) arracher
2) ( высечь ) fouetter , donner le fouet à qn
продрать      
разг.
déchirer , trouer
продрать глаза груб. - прибл. ouvrir les yeux; s'arracher au sommeil
удрать      
разг.
s'enfuir, se sauver; décamper , détaler , montrer les talons, prendre ses jambes à son cou ( fam ); s'esquiver, filer ( украдкой )
удрать из дому - s'enfuir de la maison

Ορισμός

отодрать
сов. перех. и неперех.
1) разг. перех. Сильно выпороть, высечь кого-л.
2) см. также отдирать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отодрать
1. В финале она пытается отодрать велосипед от столба.
2. Ее, собственно, уже никакими клещами нельзя будет отодрать от технологии.
3. Если это случилось, то утром не пытайтесь их отодрать.
4. Но, знаете, я эту штучку "шанелевскую" хотела отодрать.
5. Эти листовки так прилепили, что их невозможно отодрать.